Κλείσιμο

Ελληνικά
Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Φ | Χ
Επιλέξτε ένα γράμμα από την παραπάνω λίστα.
Οι όροι που εμφανίζονται με έντονη γραφή (bold) υπάρχουν επίσης στο Λεξικό
ΛΕΞΙΚΟ, Α
α καπέλα (a cappella)
Κυριολεκτικά σημαίνει «όπως στο παρεκκλήσι» και δηλώνει τη χορωδιακή πολυφωνία χωρίς οργανική συνοδεία.
αλεατορική μουσική (aleatoric music)
Από το λατινικό alea, που σημαίνει «ζάρια». Μουσική γραφή του 20ού αιώνα, στην οποία κάποιες παράμετροι αφήνονται στην τύχη, και οι εκτελεστές καλούνται να αποφασίσουν ποιες ενότητες, νότες ή ρυθμούς θα παίξουν.
αλμάντ (γαλλ. allemande, δηλ. γερμανικός)
Σχετικά γρήγορος χορός σε διμερή ρυθμό, συνήθως ο πρώτος της μπαρόκ σουίτας.
ανθέμιο (anthem)
Πολυφωνική θρησκευτική σύνθεση με αγγλικά λόγια για χρήση στις Αγγλικανικές εκκλησίες.
αντίστιξη (counterpoint)
Η τεχνική της πολυφωνικής γραφής, δηλ. του συνδυασμού δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών με βάση προκαθορισμένους κανόνες.
απαγγελτικό ύφος
βλ. ρετσιτατίβο
άρια (aria)
Τραγούδι για σόλο φωνή και οργανική συνοδεία σε μια όπερα, καντάτα ή ορατόριο, στο οποίο ο ηθοποιός-τραγουδιστής εκφράζει τα συναισθήματά του (οργή, αγάπη, ζήλια, συμπόνια κλπ).
άρια ντα κάπο (aria da capo)
Τύπος άριας με εσωτερική δομή Α-Β-Α. Επειδή τα λόγια και η μουσική του πρώτου τμήματος Α επανέρχονται στο τέλος, η άρια λέγεται ντα κάπο, που στα ιταλικά σημαίνει «από το κεφάλι», δηλ. από την αρχή.
Αρς Αντίκουα (Ars Antiqua)
Παλαιά Τέχνη, η γαλλική μουσική πριν από τον 14ο αιώνα, δηλ. το όργκανουμ του 12ου και 13ου αιώνα.
Αρς Νόβα (Ars Nova)
Νέα Τέχνη (σε σύγκριση με την Αρς Αντίκουα), η γαλλική μουσική του 14ου αιώνα, που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ρυθμική ευελιξία και πολυπλοκότητα.
ατονικότητα (atonality)
Μουσική στην οποία δεν υπάρχει τονικό κέντρο (νότα ή συγχορδία), με αποτέλεσμα οι διάφωνες συγχορδίες να διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς σημεία χαλάρωσης.