Κλείσιμο

Ελληνικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ | Λ | Μ | Ν | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Φ | Χ
Επιλέξτε ένα γράμμα από την παραπάνω λίστα.
Οι όροι που εμφανίζονται με έντονη γραφή (bold) υπάρχουν επίσης στο Λεξικό
ΛΕΞΙΚΟ, Κ
Καμεράτα (Camerata)
Παρέα, κύκλος. Φλωρεντινή ομάδα αριστοκρατών διανοουμένων (μουσικών, συγγραφέων, επιστημόνων) που φιλοδοξούσε να αναβιώσει τη δραματική τέχνη της αρχαίας Ελλάδας. Έδρασε στις δεκαετίες του 1570 και του 1580. Ανάμεσα στα μέλη της ήταν και ο Βιντσέντζο Γκαλιλέι, ο πατέρας του διάσημου αστρονόμου Γκαλιλέο Γκαλιλέι (Galileo Galilei).
κανόνας
1) Στην περίοδο της Αναγέννησης, οδηγίες για την εκτέλεση της μουσικής. 2) Στη σύνθεση, η διαδοχική είσοδος φωνών που τραγουδούν την ίδια μελωδία.
καντάτα (cantata)
Στα ιταλικά σημαίνει κομμάτι που τραγουδιέται. Άλλοτε με θρησκευτικό περιεχόμενο και άλλοτε όχι, πρόκειται για μια σύνθεση σε πολλά μέρη για φωνές, όργανα και χορωδία.
κάντορας (γερμ. Kantor)
Ο μουσικός διευθυντής στις γερμανικές προτεσταντικές εκκλησίες.
κάντους φίρμους (λατ. cantus firmus)
Σημαίνει σταθερή μελωδία. Πρόκειται για μια προϋπάρχουσα μελωδία, συχνά ένα Γρηγοριανό μέλος ή ένα κοσμικό τραγούδι, πάνω στην οποία βασίζεται μια νέα πολυφωνική σύνθεση.
καστράτο (castrato)
Τραγουδιστής όπερας με ψηλή φωνή, ως αποτέλεσμα ευνουχισμού πριν από την εφηβεία. Οι καστράτοι κυριαρχούν στην όπερα από το Μπαρόκ μέχρι τον 19ο αιώνα.
κάτσια (ιταλ. caccia, δηλ. κυνήγι)
Ιταλικό είδος μουσικής του 14ου αιώνα, που βασίζεται στην τεχνική της μίμησης και περιγράφει σκηνές της υπαίθρου, κυρίως του κυνηγιού.
κλάστερ (cluster)
Συνήχηση από συνεχόμενες νότες, που παράγεται όταν π.χ. πατήσει κανείς με την παλάμη του ή με τον βραχίονα τα πλήκτρα του πιάνου.
κολάζ
Μουσικό έργο που ενσωματώνει πολλά αποσπάσματα από άλλες συνθέσεις.
κομμάτι χαρακτήρα
Οργανικό κομμάτι συνήθως για πιάνο, που αποδίδει μουσικά μια σκηνή, μια εντύπωση ή περιγράφει ένα πρόσωπο, όπως δηλώνει ο τίτλος του.
κοντσέρτο (concerto)
Έργο για σόλο όργανο/α και ορχήστρα. Την Μπαρόκ περίοδο δήλωνε επίσης και το συνδυασμό φωνών με ένα ή περισσότερα όργανα.
κοντσέρτο γκρόσο (concerto grosso)
Το πιο σημαντικό είδος μπαρόκ κοντσέρτου, στο οποίο μια μικρή ομάδα οργάνων (κοντσερτίνο, concertino) αντιτίθεται στο σύνολο της ορχήστρας (τούτι, ριπιένο, tutti, ripieno).
κοράλ
βλ. χορικά
κουαρτέτο εγχόρδων (string quartet)
Δηλώνει ομάδα από τέσσερα έγχορδα (δύο βιολιά, βιόλα και τσέλο) αλλά και ένα είδος σύνθεσης που αποτελείται από τέσσερα συνήθως μέρη και προορίζεται να παιχτεί από την ομάδα αυτή.
κουράντ (γαλλ. courante, δηλ. με ροή, αβίαστος)
Επιβλητικός, μέτρια γρήγορος χορός σε τριμερή ρυθμό, συνήθως ο δεύτερος μιας τυπικής μπαρόκ σουίτας.