Κλείσιμο

Ελληνικά
Α Β Γ Δ Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Φ | Χ
Επιλέξτε ένα γράμμα από την παραπάνω λίστα.
Οι όροι που εμφανίζονται με έντονη γραφή (bold) υπάρχουν επίσης στο Λεξικό
ΛΕΞΙΚΟ, Ε
εισαγωγή ή ουβερτούρα (overture)
α) Ορχηστρικό κομμάτι με το οποίο αρχίζει μια όπερα ή άλλο μεγάλο έργο. β) Αυτοτελής προγραμματική σύνθεση σε ένα μέρος, που έγινε δημοφιλής κυρίως με τον Φέλιξ Μέντελσον.
έκθεση (exposition)
Το πρώτο μέρος σε μια φούγκα ή στη μορφή σονάτας, όπου ακούγεται (εκτίθεται) το θέμα.
εκκλησιαστική σονάτα (sonata da chiesa)
Μπαρόκ οργανική σύνθεση, συνήθως σε τέσσερα μέρη (αργό-γρήγορο-αργό-γρήγορο), για ένα ή περισσότερα μελωδικά όργανα και μπάσο κοντίνουο.
έμμονη ιδέα (γαλλ. idee fixe)
Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Έκτορα Μπερλιόζ για να περιγράψει μια μελωδία που αντιπροσωπεύει ένα πρόσωπο, πράγμα ή ιδέα και η οποία μεταβάλλεται στην πορεία του έργου, ακολουθώντας το προγραμματικό του περιεχόμενο.
ενάριθμο μπάσο (figured bass)
Σύστημα μουσικής γραφής της Μπαρόκ περιόδου, στο οποίο αριθμοί πάνω από την μπάσα μελωδία υποδεικνύουν στον εκτελεστή ποιες συγχορδίες να παίξει. Βλ. και μπάσο κοντίνουο.
εξπρεσιονισμός (expressionism)
Γερμανικό καλλιτεχνικό ρεύμα των αρχών του 20ού αιώνα που επιδιώκει να εκφράσει τις εσωτερικές συγκρούσεις και φοβίες του σύγχρονου ανθρώπου. Στη μουσική εκφράστηκε κυρίως με τη έντονη χρήση διαφωνιών.
εξωτισμός (exoticism)
Τάση του 19ου αιώνα για σύνθεση μουσικής που ανακαλεί ιδιώματα μακρινών ή διαφορετικών πολιτισμών.
επανέκθεση (recapitulation)
Το τρίτο μέρος της μορφής σονάτας, όπου ξαναπαρουσιάζεται το θεματικό υλικό της έκθεσης.
επεισόδιο (episode)
Το μουσικό τμήμα ανάμεσα σε δύο παρουσιάσεις του θέματος στη φούγκα, τη μορφή σονάτας ή το ροντό.
επεξεργασία (development)
Στη μορφή σονάτας, το μέρος που ακολουθεί την έκθεση και χαρακτηρίζεται από μετάβαση σε άλλες τονικότητες.
επίμονο βάσιμο (basso ostinato ή ground bass)
Μοτίβο της πιο βαθιάς (μπάσας) φωνής, το οποίο επαναλαμβάνεται πολλές φορές (εξού και επίμονο), ενώ η μελωδία από πάνω του αλλάζει.
ευαίσθητο ή συναισθηματικό στιλ (γερμ. Empfindsamer Stil)
Ύφος που χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες διαδοχές συνηχήσεων, απότομες παύσεις, τρίλιες, νευρικούς και γρήγορα εναλλασσόμενους ρυθμούς και απότομες αλλαγές στην ένταση. Συνδέεται κυρίως με τη μουσική για πληκτροφόρα του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ (18ος αιώνας).