Κλείσιμο

Ελληνικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ | Ν | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Φ | Χ
Επιλέξτε ένα γράμμα από την παραπάνω λίστα.
Οι όροι που εμφανίζονται με έντονη γραφή (bold) υπάρχουν επίσης στο Λεξικό
ΛΕΞΙΚΟ, Μ
μαδριγάλι (ιταλ. madrigale, δηλ. τραγούδι στη μητρική γλώσσα)
1) Πολυφωνική ιταλική σύνθεση του 14ου αιώνα για δύο ή τρεις φωνές με θέμα ποιμενικό ή ερωτικό. 2) Πολυφωνική ιταλική σύνθεση του 16ου αιώνα για φωνές, με ή χωρίς συνοδεία οργάνων, πάνω σε ιταλική ποίηση ερωτικού χαρακτήρα. Τα μαδριγάλια έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή και στην Αγγλία.
μανιερισμός
Από το λατινικό manierus=τρόπος, κάτι δηλ. που αντιτίθεται στην πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας.
μάσκα (masque)
Αγγλικό δραματικό είδος του 17ου αιώνα, που περιλάμβανε ποίηση, μουσική, χορό, σκηνικά και κοστούμια.
μεγάλη όπερα (grand opera)
Σοβαρή όπερα της Ρομαντικής περιόδου που περιλάμβανε μπαλέτα, χορωδιακά μέρη και φαντασμαγορική σκηνογραφία.
μίμηση (imitation)
Η αντιστικτική τεχνική της άμεσης επανάληψης μιας μελωδικής φράσης ή μοτίβου από μία ή περισσότερες άλλες φωνές, συνήθως με κάποιες μικρές αλλαγές στις νότες ή το ρυθμό.
μινιμαλισμός (minimalism)
Μουσική του 20ού αιώνα που βασίζεται στη συνεχή επανάληψη μιας σύντομης μελωδικής, ρυθμικής ή αρμονικής ιδέας.
μονοφωνία (monophony)
Μία ή περισσότερες φωνές που παίζουν ή τραγουδούν ταυτόχρονα την ίδια μελωδία.
μονωδία (monody)
Το φωνητικό ύφος που σχετίζεται με τις πρώτες όπερες της εποχής Μπαρόκ και δηλώνει μια μελωδία για έναν τραγουδιστή και απλή συνοδεία οργάνου.
μορφή (φόρμα) σονάτας
Τρόπος οργάνωσης του μουσικού υλικού, που βασίζεται στην αντίθεση μελωδιών και τονικοτήτων. Περιλαμβάνει τρία μέρη: την έκθεση, την επεξεργασία και την επανέκθεση του θεματικού υλικού. Στην Κλασική και Ρομαντική περίοδο τα πρώτα μέρη στα κουαρτέτα, τις συμφωνίες και τις σονάτες είναι συνήθως σε μορφή (φόρμα) σονάτας.
μοτέτο (motet)
Από τη γαλλική λέξη "mot", δηλ. «λέξη». 1) Τον 13ο και 14ο αιώνα, πολυφωνική σύνθεση με δύο ή περισσότερα κείμενα, συχνά σε διαφορετικές γλώσσες (λατινικά και γαλλικά). 2) Τον 15ο αιώνα, οποιαδήποτε πολυφωνική σύνθεση πάνω σε λατινικό κείμενο (εκτός των κειμένων της Λειτουργίας). 3) Μετά τον 16ο αιώνα, ο όρος δήλωνε θρησκευτική σύνθεση και εκτός λατινικής γλώσσας.
μουσικό δράμα
Όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ για τις όπερές του, θέλοντας να τονίσει την αλληλεξάρτηση και ενότητα της μουσικής και του δράματος στα λυρικά έργα. Βλ. και συνολικό έργο τέχνης.
μπάλαντ όπερα (ballad opera)
Η αγγλική ελαφριά όπερα του 18ου αιώνα. Οι διάλογοι απαγγέλλονταν, δεν τραγουδιόνταν, ενώ τα τραγούδια ήταν γνωστές μελωδίες με καινούρια λόγια που ταίριαζαν στη δράση.
Μπαρόκ (Baroque)
Η περίοδος της μουσικής ιστορίας από το 1600 μέχρι το 1750 περίπου. Από το πορτογαλικό barroco, που σημαίνει «μαργαριτάρι με ακανόνιστο σχήμα».
μπάσο
Η χαμηλότερη ανδρική φωνή, αλλά και η χαμηλότερη μελωδία σε μια πολυφωνική σύνθεση.
μπάσο κοντίνουο, συνεχές βάσιμο ή απλώς κοντίνουο (basso continuo)
Η πιο χαρακτηριστική τεχνική της μπαρόκ μουσικής, κατά την οποία μια μπάσα μελωδία αντιτίθεται (αλλά και υποστηρίζει) μια ψηλή μελωδία. Συνήθως ένα πληκτροφόρο όργανο —τσέμπαλο ή Όργανο— ή ένα λαούτο παίζει τις συγχορδίες που υποστηρίζουν την ψηλή μελωδική γραμμή και ένα βαθύ όργανο, όπως τσέλο, βιόλα ντα γκάμπα ή φαγκότο, διπλασιάζει-ενισχύει την μπάσα γραμμή.
μπελ κάντο (ιταλ. bel canto)
Σημαίνει όμορφο τραγούδι και χαρακτηρίζει τις ευκίνητες, καθαρές και κομψές μελωδίες της όπερας των αρχών του 19ου αιώνα.